προαίρω

προαίρω
Α [αίρω]
αναχωρώ πριν από κάποιον άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προαίρω — πρό αἴρω attach pres subj act 1st sg προαίρω , πρό αἴρω attach pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίρω — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * (Α αἴρω και ποιητ. ἀείρω) 1. σηκώνω, υψώνω 2. σηκώνω κάτι και τό κρατώ… …   Dictionary of Greek

  • αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… …   Dictionary of Greek

  • προαγρώ — έω, Α (αιολ. τ.) προαιρῶ …   Dictionary of Greek

  • προαιρέτης — ὁ, Α [προαιρῶ] 1. επιμελητής, φύλακας 2. υπάλληλος αρχείων …   Dictionary of Greek

  • προαιρούμαι — προαιροῡμαι, έομαι, ΝΜΑ [αιρώ, ούμαι] επιθυμώ ή αποφασίζω κάτι με ελεύθερη βούληση, χωρίς καμιά δέσμευση ή εξαναγκασμό, επιλέγω ελεύθερα (α. «δώστε ό,τι προαιρείσθε» δώστε ό,τι επιθυμείτε β. «όπως προαιρούνται» όπως επιθυμούν γ. «ὁ ακρατὴς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”